- αγρειοσύνη
- ἀγρειοσύνη, η (Α) [ἀγρεῑος]1. αγένεια, σκαιότητα2. ζωή σκληρή, νομαδική.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγρειοσύνης — ἀγρειοσύνη clownishness fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)